Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκιρίδαι
Σκιρῖται
σκιρίτης
Σκιρῖτις
σκῖρον
σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
View word page
σκιρτάω
to spring, leap, bound

ShortDef

to spring, leap, bound

Debugging

Headword:
σκιρτάω
Headword (normalized):
σκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
σκιρταω
IDX:
80291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80292
Key:

Data

{'content': 'to spring, leap, bound'}