Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιραφευτής
σκίραφος
σκιραφώδης
Σκιρίδαι
Σκιρῖται
σκιρίτης
Σκιρῖτις
σκῖρον
σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
View word page
σκιρός
hard
ShortDef
hard
Debugging
Headword:
σκιρός
Headword (normalized):
σκιρός
Headword (normalized/stripped):
σκιρος
IDX:
80288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80289
Key:
Data
{'content': 'hard'}