Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιραφεῖον
σκιραφευτής
σκίραφος
σκιραφώδης
Σκιρίδαι
Σκιρῖται
σκιρίτης
Σκιρῖτις
σκῖρον
σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
View word page
σκιρόομαι
to be or become indurated

ShortDef

to be or become indurated

Debugging

Headword:
σκιρόομαι
Headword (normalized):
σκιρόομαι
Headword (normalized/stripped):
σκιροομαι
IDX:
80287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80288
Key:

Data

{'content': 'to be or become indurated'}