Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιόφως
σκιόψυκτος
Σκιπίων
σκίπων
Σκίρα
σκιραίνω
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκιραφευτής
σκίραφος
σκιραφώδης
Σκιρίδαι
Σκιρῖται
σκιρίτης
Σκιρῖτις
σκῖρον
σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
View word page
σκιραφώδης
tricky, swindling

ShortDef

tricky, swindling

Debugging

Headword:
σκιραφώδης
Headword (normalized):
σκιραφώδης
Headword (normalized/stripped):
σκιραφωδης
IDX:
80280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80281
Key:

Data

{'content': 'tricky, swindling'}