Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομοιοσχήμων
ἀνομοιότης
ἀνομοιότροπος
ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιόχρονος
ἀνομοιόχρους
ἀνομοιόω
ἀνομοιώδης
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέον
ἀνομολογητέος
ἀνομολόγητος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἀνομοούσιος
ἄνομος
ἀνομόσημος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
View word page
ἀνομολογητέον
one must admit

ShortDef

one must admit

Debugging

Headword:
ἀνομολογητέον
Headword (normalized):
ἀνομολογητέον
Headword (normalized/stripped):
ανομολογητεον
IDX:
8027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8028
Key:

Data

{'content': 'one must admit'}