Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
σκίουρος
σκιοφανής
σκιοφόρος
σκιόφως
σκιόψυκτος
Σκιπίων
σκίπων
Σκίρα
σκιραίνω
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκιραφευτής
σκίραφος
σκιραφώδης
Σκιρίδαι
Σκιρῖται
σκιρίτης
Σκιρῖτις
σκῖρον
View word page
σκιραίνω
harden
ShortDef
harden
Debugging
Headword:
σκιραίνω
Headword (normalized):
σκιραίνω
Headword (normalized/stripped):
σκιραινω
IDX:
80275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80276
Key:
Data
{'content': 'harden'}