Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
σκίουρος
σκιοφανής
σκιοφόρος
σκιόφως
σκιόψυκτος
Σκιπίων
σκίπων
Σκίρα
σκιραίνω
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκιραφευτής
σκίραφος
σκιραφώδης
Σκιρίδαι
View word page
σκιόψυκτος
cooled
ShortDef
cooled
Debugging
Headword:
σκιόψυκτος
Headword (normalized):
σκιόψυκτος
Headword (normalized/stripped):
σκιοψυκτος
IDX:
80271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80272
Key:
Data
{'content': 'cooled'}