Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθός
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
σκίουρος
σκιοφανής
σκιοφόρος
σκιόφως
σκιόψυκτος
Σκιπίων
σκίπων
Σκίρα
σκιραίνω
View word page
σκιόπρυμνον
tent
ShortDef
tent
Debugging
Headword:
σκιόπρυμνον
Headword (normalized):
σκιόπρυμνον
Headword (normalized/stripped):
σκιοπρυμνον
IDX:
80265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80266
Key:
Data
{'content': 'tent'}