Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκινδαφός
σκινδαψός
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθός
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
σκίουρος
σκιοφανής
σκιοφόρος
σκιόφως
σκιόψυκτος
Σκιπίων
σκίπων
View word page
σκιόθρεπτος
nurtured in the shade

ShortDef

nurtured in the shade

Debugging

Headword:
σκιόθρεπτος
Headword (normalized):
σκιόθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
σκιοθρεπτος
IDX:
80263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80264
Key:

Data

{'content': 'nurtured in the shade'}