Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψός
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθός
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
σκίουρος
σκιοφανής
σκιοφόρος
σκιόφως
σκιόψυκτος
Σκιπίων
View word page
σκιοθηρικός
of a sundial

ShortDef

of a sundial

Debugging

Headword:
σκιοθηρικός
Headword (normalized):
σκιοθηρικός
Headword (normalized/stripped):
σκιοθηρικος
IDX:
80262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80263
Key:

Data

{'content': 'of a sundial'}