Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψός
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθός
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
σκίουρος
σκιοφανής
σκιοφόρος
σκιόφως
View word page
σκιοθηρέω
observe shadows
ShortDef
observe shadows
Debugging
Headword:
σκιοθηρέω
Headword (normalized):
σκιοθηρέω
Headword (normalized/stripped):
σκιοθηρεω
IDX:
80260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80261
Key:
Data
{'content': 'observe shadows'}