Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψός
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθός
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
View word page
σκινδύλιον
small piece of wood, shingle

ShortDef

small piece of wood, shingle

Debugging

Headword:
σκινδύλιον
Headword (normalized):
σκινδύλιον
Headword (normalized/stripped):
σκινδυλιον
IDX:
80256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80257
Key:

Data

{'content': 'small piece of wood, shingle'}