Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψός
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθός
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
View word page
σκινδάλαμος
a splinter
ShortDef
a splinter
Debugging
Headword:
σκινδάλαμος
Headword (normalized):
σκινδάλαμος
Headword (normalized/stripped):
σκινδαλαμος
IDX:
80250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80251
Key:
Data
{'content': 'a splinter'}