Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψός
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθός
View word page
σκίμπτομαι
place firmly
ShortDef
place firmly
Debugging
Headword:
σκίμπτομαι
Headword (normalized):
σκίμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
σκιμπτομαι
IDX:
80247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80248
Key:
Data
{'content': 'place firmly'}