Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψός
σκίνδιον
View word page
σκιμβός
halt

ShortDef

halt

Debugging

Headword:
σκιμβός
Headword (normalized):
σκιμβός
Headword (normalized/stripped):
σκιμβος
IDX:
80245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80246
Key:

Data

{'content': 'halt'}