Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψός
View word page
σκιμβάζω
halt, limp
ShortDef
halt, limp
Debugging
Headword:
σκιμβάζω
Headword (normalized):
σκιμβάζω
Headword (normalized/stripped):
σκιμβαζω
IDX:
80244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80245
Key:
Data
{'content': 'halt, limp'}