Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκίνδαρος
View word page
σκιμαλίζω
to jeer at, flout

ShortDef

to jeer at, flout

Debugging

Headword:
σκιμαλίζω
Headword (normalized):
σκιμαλίζω
Headword (normalized/stripped):
σκιμαλιζω
IDX:
80242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80243
Key:

Data

{'content': 'to jeer at, flout'}