Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίναξ
σκίναρ
View word page
σκιλλιτικός
of squills
ShortDef
of squills
Debugging
Headword:
σκιλλιτικός
Headword (normalized):
σκιλλιτικός
Headword (normalized/stripped):
σκιλλιτικος
IDX:
80239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80240
Key:
Data
{'content': 'of squills'}