Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
σκίμπους
σκίμπτομαι
View word page
σκιερός
shady, giving shade

ShortDef

shady, giving shade

Debugging

Headword:
σκιερός
Headword (normalized):
σκιερός
Headword (normalized/stripped):
σκιερος
IDX:
80237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80238
Key:

Data

{'content': 'shady, giving shade'}