Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
σκίμπους
View word page
σκίδνημι
to disperse

ShortDef

to disperse

Debugging

Headword:
σκίδνημι
Headword (normalized):
σκίδνημι
Headword (normalized/stripped):
σκιδνημι
IDX:
80236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80237
Key:

Data

{'content': 'to disperse'}