Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκίασις
σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
σκιμβός
View word page
σκίδναμαι
disperse, scatter, be diffused

ShortDef

disperse, scatter, be diffused

Debugging

Headword:
σκίδναμαι
Headword (normalized):
σκίδναμαι
Headword (normalized/stripped):
σκιδναμαι
IDX:
80235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80236
Key:

Data

{'content': 'disperse, scatter, be diffused'}