Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάζω
View word page
σκίγγος
skink
ShortDef
skink
Debugging
Headword:
σκίγγος
Headword (normalized):
σκίγγος
Headword (normalized/stripped):
σκιγγος
IDX:
80234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80235
Key:
Data
{'content': 'skink'}