Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
σκιλλώδης
View word page
σκιατροφέω
to rear in the shade

ShortDef

to rear in the shade

Debugging

Headword:
σκιατροφέω
Headword (normalized):
σκιατροφέω
Headword (normalized/stripped):
σκιατροφεω
IDX:
80231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80232
Key:

Data

{'content': 'to rear in the shade'}