Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλομαχία
View word page
σκιατραφία
a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life

ShortDef

a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life

Debugging

Headword:
σκιατραφία
Headword (normalized):
σκιατραφία
Headword (normalized/stripped):
σκιατραφια
IDX:
80230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80231
Key:

Data

{'content': 'a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life'}