Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκίδναμαι
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιλλιτικός
View word page
σκιατραφής
brought up in the shade

ShortDef

brought up in the shade

Debugging

Headword:
σκιατραφής
Headword (normalized):
σκιατραφής
Headword (normalized/stripped):
σκιατραφης
IDX:
80229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80230
Key:

Data

{'content': 'brought up in the shade'}