Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιαυγέω
σκιάω
View word page
σκιαρόκομος
with shading leaves

ShortDef

with shading leaves

Debugging

Headword:
σκιαρόκομος
Headword (normalized):
σκιαρόκομος
Headword (normalized/stripped):
σκιαροκομος
IDX:
80223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80224
Key:

Data

{'content': 'with shading leaves'}