Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
View word page
σκιάμαχος
one who fights against a shadow
ShortDef
one who fights against a shadow
Debugging
Headword:
σκιάμαχος
Headword (normalized):
σκιάμαχος
Headword (normalized/stripped):
σκιαμαχος
IDX:
80221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80222
Key:
Data
{'content': 'one who fights against a shadow'}