Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφής
View word page
σκιαμαχέω
to fight in the shade

ShortDef

to fight in the shade

Debugging

Headword:
σκιαμαχέω
Headword (normalized):
σκιαμαχέω
Headword (normalized/stripped):
σκιαμαχεω
IDX:
80219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80220
Key:

Data

{'content': 'to fight in the shade'}