Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
ἀνομοιόστροφος
ἀνομοιοσχήμων
ἀνομοιότης
ἀνομοιότροπος
ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιόχρονος
ἀνομοιόχρους
ἀνομοιόω
ἀνομοιώδης
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέον
ἀνομολογητέος
ἀνομολόγητος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
View word page
ἀνομοιόχρονος
of dissimilar quantity

ShortDef

of dissimilar quantity

Debugging

Headword:
ἀνομοιόχρονος
Headword (normalized):
ἀνομοιόχρονος
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοχρονος
IDX:
8021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8022
Key:

Data

{'content': 'of dissimilar quantity'}