Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
View word page
σκιάζω
to overshadow, shade

ShortDef

to overshadow, shade

Debugging

Headword:
σκιάζω
Headword (normalized):
σκιάζω
Headword (normalized/stripped):
σκιαζω
IDX:
80216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80217
Key:

Data

{'content': 'to overshadow, shade'}