Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιάς
View word page
σκιάδειον
a sunshade, parasol

ShortDef

a sunshade, parasol

Debugging

Headword:
σκιάδειον
Headword (normalized):
σκιάδειον
Headword (normalized/stripped):
σκιαδειον
IDX:
80214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80215
Key:

Data

{'content': 'a sunshade, parasol'}