Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
View word page
σκιαγράφος
drawing in light and shade, sketching
ShortDef
drawing in light and shade, sketching
Debugging
Headword:
σκιαγράφος
Headword (normalized):
σκιαγράφος
Headword (normalized/stripped):
σκιαγραφος
IDX:
80213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80214
Key:
Data
{'content': 'drawing in light and shade, sketching'}