Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
View word page
σκιαγραφικός
illusively painted

ShortDef

illusively painted

Debugging

Headword:
σκιαγραφικός
Headword (normalized):
σκιαγραφικός
Headword (normalized/stripped):
σκιαγραφικος
IDX:
80212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80213
Key:

Data

{'content': 'illusively painted'}