Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
View word page
σκιαγράφημα
a mere sketch
ShortDef
a mere sketch
Debugging
Headword:
σκιαγράφημα
Headword (normalized):
σκιαγράφημα
Headword (normalized/stripped):
σκιαγραφημα
IDX:
80210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80211
Key:
Data
{'content': 'a mere sketch'}