Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκηπτοῦχος
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιαδηφορέω
σκιάζω
σκίαινα
View word page
Σκῆψις
Scepsis

ShortDef

a pretext, plea, excuse, pretence
Scepsis

Debugging

Headword:
Σκῆψις
Headword (normalized):
σκῆψις
Headword (normalized/stripped):
σκηψις
IDX:
80207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80208
Key:

Data

{'content': 'Scepsis'}