Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκηπάνιον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
σκιάδειον
View word page
σκηρίπτω
prop, fix, plant firmly

ShortDef

prop, fix, plant firmly

Debugging

Headword:
σκηρίπτω
Headword (normalized):
σκηρίπτω
Headword (normalized/stripped):
σκηριπτω
IDX:
80204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80205
Key:

Data

{'content': 'prop, fix, plant firmly'}