Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκηπάνη
σκηπάνιον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιαγράφος
View word page
σκηρίπτομαι
to support oneself

ShortDef

to support oneself

Debugging

Headword:
σκηρίπτομαι
Headword (normalized):
σκηρίπτομαι
Headword (normalized/stripped):
σκηριπτομαι
IDX:
80203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80204
Key:

Data

{'content': 'to support oneself'}