Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκηνωτός
σκηπάνη
σκηπάνιον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
View word page
σκήπτω
to prop, stay
ShortDef
to prop, stay
Debugging
Headword:
σκήπτω
Headword (normalized):
σκήπτω
Headword (normalized/stripped):
σκηπτω
IDX:
80202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80203
Key:
Data
{'content': 'to prop, stay'}