Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκήνωσις
σκηνωτής
σκηνωτός
σκηπάνη
σκηπάνιον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
View word page
σκηπτροφορέω
to rule over

ShortDef

to rule over

Debugging

Headword:
σκηπτροφορέω
Headword (normalized):
σκηπτροφορέω
Headword (normalized/stripped):
σκηπτροφορεω
IDX:
80200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80201
Key:

Data

{'content': 'to rule over'}