Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκήνωμα
σκήνωσις
σκηνωτής
σκηνωτός
σκηπάνη
σκηπάνιον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
View word page
σκῆπτρον
a staff
ShortDef
a staff
Debugging
Headword:
σκῆπτρον
Headword (normalized):
σκῆπτρον
Headword (normalized/stripped):
σκηπτρον
IDX:
80199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80200
Key:
Data
{'content': 'a staff'}