Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομοιογώνιος
ἀνομοιοειδής
ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
ἀνομοιόστροφος
ἀνομοιοσχήμων
ἀνομοιότης
ἀνομοιότροπος
ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιόχρονος
ἀνομοιόχρους
ἀνομοιόω
ἀνομοιώδης
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέον
ἀνομολογητέος
ἀνομολόγητος
View word page
ἀνομοιότροπος
differing in modality

ShortDef

differing in modality

Debugging

Headword:
ἀνομοιότροπος
Headword (normalized):
ἀνομοιότροπος
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοτροπος
IDX:
8019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8020
Key:

Data

{'content': 'differing in modality'}