Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
View word page
ἀγρός
fields, lands

ShortDef

fields, lands

Debugging

Headword:
ἀγρός
Headword (normalized):
ἀγρός
Headword (normalized/stripped):
αγρος
IDX:
801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-802
Key:

Data

{'content': 'fields, lands'}