Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκηνόω
σκήνωμα
σκήνωσις
σκηνωτής
σκηνωτός
σκηπάνη
σκηπάνιον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκηρίπτω
Σκήψιος
σκῆψις
Σκῆψις
σκιά
View word page
σκηπτροβάμων
sitting on the sceptre

ShortDef

sitting on the sceptre

Debugging

Headword:
σκηπτροβάμων
Headword (normalized):
σκηπτροβάμων
Headword (normalized/stripped):
σκηπτροβαμων
IDX:
80198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80199
Key:

Data

{'content': 'sitting on the sceptre'}