Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκηνικεύομαι
σκηνικός
σκηνίτης
σκηνοβατέω
σκηνογραφέω
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
σκηνογράφος
σκηνοθήκη
σκηνοπαγής
σκηνοπηγέω
σκηνοπηγία
σκηνοποιέω
σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκηνορραφεῖον
σκηνορράφος
σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκήνωμα
View word page
σκηνοπηγέω
put up a tent
ShortDef
put up a tent
Debugging
Headword:
σκηνοπηγέω
Headword (normalized):
σκηνοπηγέω
Headword (normalized/stripped):
σκηνοπηγεω
IDX:
80179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80180
Key:
Data
{'content': 'put up a tent'}