Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκέψις
σκηναρχέω
σκηνάω
σκηνεῖον
σκηνεύομαι
σκηνευτής
σκηνέω
σκηνή
σκήνημα
σκηνίδιον
σκηνικεύομαι
σκηνικός
σκηνίτης
σκηνοβατέω
σκηνογραφέω
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
σκηνογράφος
σκηνοθήκη
σκηνοπαγής
σκηνοπηγέω
View word page
σκηνικεύομαι
play a part as an actor

ShortDef

play a part as an actor

Debugging

Headword:
σκηνικεύομαι
Headword (normalized):
σκηνικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
σκηνικευομαι
IDX:
80169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80170
Key:

Data

{'content': 'play a part as an actor'}