Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρία
σκευωρός
σκέψις
σκηναρχέω
σκηνάω
σκηνεῖον
σκηνεύομαι
σκηνευτής
σκηνέω
σκηνή
σκήνημα
σκηνίδιον
σκηνικεύομαι
σκηνικός
σκηνίτης
σκηνοβατέω
σκηνογραφέω
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
View word page
σκηνέω
to be or dwell in a tent

ShortDef

to be or dwell in a tent

Debugging

Headword:
σκηνέω
Headword (normalized):
σκηνέω
Headword (normalized/stripped):
σκηνεω
IDX:
80165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80166
Key:

Data

{'content': 'to be or dwell in a tent'}