Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευοφυλάκιον
σκευοφύλαξ
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρία
σκευωρός
σκέψις
σκηναρχέω
σκηνάω
σκηνεῖον
σκηνεύομαι
σκηνευτής
σκηνέω
σκηνή
σκήνημα
σκηνίδιον
σκηνικεύομαι
σκηνικός
View word page
σκηναρχέω
to be camp-captain

ShortDef

to be camp-captain

Debugging

Headword:
σκηναρχέω
Headword (normalized):
σκηναρχέω
Headword (normalized/stripped):
σκηναρχεω
IDX:
80160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80161
Key:

Data

{'content': 'to be camp-captain'}