Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκευοπώλης
σκεῦος
σκευότριψ
σκευουργία
σκευοφορεῖον
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευοφυλάκιον
σκευοφύλαξ
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρία
σκευωρός
σκέψις
σκηναρχέω
σκηνάω
σκηνεῖον
σκηνεύομαι
σκηνευτής
View word page
σκευοφύλαξ
a storekeeper

ShortDef

a storekeeper

Debugging

Headword:
σκευοφύλαξ
Headword (normalized):
σκευοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
σκευοφυλαξ
IDX:
80154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80155
Key:

Data

{'content': 'a storekeeper'}