Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
σκευοποιός
σκευοπώλης
σκεῦος
σκευότριψ
σκευουργία
σκευοφορεῖον
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευοφυλάκιον
σκευοφύλαξ
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρία
σκευωρός
σκέψις
View word page
σκευοφορέω
to carry baggage

ShortDef

to carry baggage

Debugging

Headword:
σκευοφορέω
Headword (normalized):
σκευοφορέω
Headword (normalized/stripped):
σκευοφορεω
IDX:
80149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80150
Key:

Data

{'content': 'to carry baggage'}