Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
σκευοποιός
σκευοπώλης
σκεῦος
σκευότριψ
σκευουργία
σκευοφορεῖον
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευοφυλάκιον
σκευοφύλαξ
σκευωρέομαι
σκευώρημα
View word page
σκευότριψ
one who breaks vessels

ShortDef

one who breaks vessels

Debugging

Headword:
σκευότριψ
Headword (normalized):
σκευότριψ
Headword (normalized/stripped):
σκευοτριψ
IDX:
80146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80147
Key:

Data

{'content': 'one who breaks vessels'}